- νεότρωτα
- νεότρωτοςlately woundedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεότρωτος — νεότρωτος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώθηκε πριν από λίγο 2. φρ. «νεότρωτα έλκη» ή «τὰ νεότρωτα τῶν ἑλκῶν» τα πρόσφατα τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρωτός (< τιτρώσκω «πληγώνω»), πρβλ. παιδό τρωτος] … Dictionary of Greek